- ζούζουλο
- το1. μικρό ζώο, ζωύφιο, ζούδι2. δαιμόνιο, στοιχειό, φάντασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zuzel «κάνθαρος» ή < μσν. ζωΰλλιον «ζωύφιο». Υπάρχει και η άποψη ότι πρόκειται περί μεταπλασμένης μορφής τού τ. ζουζούνι (ζουζούνι > ζού-ζουνο > ζούζουλο)].
Dictionary of Greek. 2013.